οκνιά

οκνιά
η обл см. οκνηρία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οκνιά" в других словарях:

  • οκνία — ὀκνία, ἡ (Α) [όκνος (Ι)] τάση αποφυγής εργασίας, οκνηρία …   Dictionary of Greek

  • οκνιά — η τεμπελιά, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀκνία (πρβλ. εκκλησιά: εκκλησία, ευλογιά: ευλογία)] …   Dictionary of Greek

  • οκνιάρης — α, ικο (συν. στον Ερωτόκρ.) ακαμάτης, τεμπέλης, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκνιά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՆԴԱՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0594 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c գ. ὅκνος, ὁκνία, ὁκνηρία, νωθρία trdiras, segnities, cunctatio Յամրաշարժութիւն. հեղգութիւն. յուլութիւն. թուլութիւն. ձանձրութիւն. ծանրութիւն. տնտնալն, կամկարուաթիւն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»